20 Απρ 2015

Εισήγηση για το βιβλίο του Αποστόλη Φωτιάδη "Έμποροι των Συνόρων"

Print this post
Από την Κατερίνα Τσαποπούλου, δικηγόρο, μέλος της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στις 8 Απριλίου 2015 στο Κτίριο 11. 

[….]

Θα ήθελα να ξεκινήσω την παρουσίαση του βιβλίου του Αποστόλη Φωτιάδη, με κάποιες προσωπικές διαπιστώσεις. Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο και αυτό για τρεις κυρίως λόγους:

α) για τη χρονική στιγμή της έκδοσης του: το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί σε μια χρονική περίοδο όπου παρατηρείται μια αλλαγή στην ευρωπαϊκή πολιτική, σε θέματα επιτήρησης των συνόρων. Τη στιγμή δηλαδή, που όλο και πιο συχνά, ανάμεσα στις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – δηλ αυτή της αποτελεσματικότερης φύλαξης των συνόρων και της πάταξης της “παράνομης” μετανάστευσης – παρατηρούμε πλέον μια προσπάθεια σύνδεση αυτής και με την τρομοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο δημόσιο σχόλιο του Επιχειρησιακού Διευθυντή της Frontex, ο οποίος όχι μόνο προειδοποίησε για την ύπαρξη 1 εκατομμυρίου προσφύγων στις ακτές της Λιβύης, οι οποίοι περιμένουν να φτάσουν στην Ευρώπη, αλλά και για την ύπαρξη ανάμεσα σε αυτούς, ατόμων που σχετίζονται με τον ISIS.

Το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί επίσης τη στιγμή που έχει πέσει στο τραπέζι των συζητήσεων, η πρόταση για εξωτερίκευση των διαδικασιών εξέτασης του ασύλου, μέσω της δημιουργίας δηλ, καταυλισμών σε τρίτες χώρες, όπου και θα εξετάζονται τα αιτήματα διεθνούς προστασίας των ανθρώπων αυτών.

Αλλά και τέλος, τη στιγμή που κάνουν την εμφάνιση τους νέες έννοιες και διαδικασίες, όπως είναι το Khartoum Process, η συμφωνία δηλαδή των κρατών-μελών με τις χώρες του Κέρατος της Αφρικής, για την αποτελεσματικότερη διαχείριση μεταξύ άλλων, του μεταναστευτικού φαινομένου.

Όλα αυτά φυσικά, ιδωμένα υπό το πρίσμα της διασφάλισης της ανθρώπινης ζωής όσων αναγκάζονται σε φυγή. Στις εξελίξεις αυτές, ο Αποστόλης Φωτιάδης αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο, στο οποίο περιγράφει αρκετά σχηματικά τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής.

β) ο δεύτερος λόγος αφορά στον τρόπο γραφής του: Το βιβλίο αυτό έχει μια σπονδυλωτή δομή. Τα κεφάλαια του δηλαδή, διαβάζονται είτε αυτόνομα, είτε ως μέρος ενός ενιαίου συνόλου. Ο Αποστόλης Φωτιάδης καταφέρνει να βάλει σε μια λογική και χρονική σειρά, πολιτικές και θεσμικές εξελίξεις καθώς και συμβάντα που έλαβαν ή λαμβάνουν χώρα στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, κινούμενος από το τοπικό/περιφερειακό [για παράδειγμα την επίσκεψη της πρώην Επιτρόπου Εσωτερικών Υποθέσεων Malmström, στο κέντρο κράτησης της Μόριας στη Μυτιλήνη], στο ευρωπαϊκό γεγονός/συμβάν [όπως ήταν το ναυάγιο της Λαμπεντούζα και του Φαρμακονησίου]. Το ίδιο κάνει και σε θεσμικό επίπεδο. Όλα αυτά δε, τα πετυχαίνει με μια απλή γραφή, χωρίς να προβαίνει σε απλουστεύσεις όμως. Αυτή η απλή γραφή, είναι δείγμα βαθιάς και ουσιαστικής γνώσης του θέματος με το οποίο καταπιάνεται ο Φωτιάδης. 

Το βιβλίο αυτό είναι λοιπόν ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο/εγχειρίδιο, για όποιον τυχόν δεν γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης και ποιος είναι αυτός ο σκιώδης ευρωπαϊκός οργανισμός που λέγεται Φρόντεξ, ή τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για στρατιωτικοποίηση των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης. Αλλά και για όσους από εμάς πιστεύαμε, μέχρι που διαβάσαμε το βιβλίο, ότι γνωρίζαμε αρκετά. Και είναι χρήσιμο, γιατί μας προσφέρει μια πιο στοχευμένη και ξεκάθαρη κριτική ματιά απέναντι στα γεγονότα και στους θεσμικούς πρωταγωνιστές τους. 

γ) Ο τρίτος λόγος, είναι γιατί καταφέρνει με ψύχραιμο και ισορροπημένο τρόπο, να θίξει θέματα ουσίας. Θέματα δηλαδή που πολλές φορές περνάνε στα “ψιλά”, είτε γιατί δεν δείχνουμε τη δέουσα προσοχή, είτε γιατί απλά μέχρι πρότινος τα αγνοούσαμε. Θέματα που παρουσιάζονται με τρόπο που υπερβαίνει την απλή δημοσιογραφική καταγραφή ή παράθεση ειδήσεων και γεγονότων και τα οποία μας προσφέρουν αυτό που λέμε, “τροφή για σκέψη”.

Προχωρώντας στην παρουσίαση αυτού καθεαυτού του περιεχομένου του βιβλίου «Έμποροι των Συνόρων – η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική επιτήρησης» θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω όσο πιο σχηματικά γίνεται τα κύρια ζητήματα που – κατά τη γνώμη μου – θίγει.

1. Δηλαδή το θέμα της υποκρισίας τόσο των εθνικών όσο και των ευρωπαϊκών αρχών και των κέντρων λήψεως των αποφάσεων αλλά και χάραξης μεταναστευτικής πολιτικής.

2. Αυτό της στρατιωτικοποίησης των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης, στο όνομα της δήθεν ασφάλειας των ευρωπαίων αλλά και των ίδιων των προσφύγων, οι οποίοι διακινδυνεύουν τη ζωή τους προκειμένου να φτάσουν στην Ευρώπη. 

3. Και αυτό των τεράστιων οικονομικών συμφερόντων, της στρατιωτικής βιομηχανίας εντός κι εκτός Ευρώπης.

Ξεκινώντας λοιπόν από το τοπικό πεδίο, αυτό της Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα της Λέσβου, με αφορμή την επίσκεψης της πρώην Επιτρόπου Malmström στο κέντρο κράτησης της Μόριας της Μυτιλήνης, μπορεί κανείς να διακρίνει από τα πρώτα κεφάλαια, δείγματα αυτής της υποκρισίας των ελληνικών και των ευρωπαϊκών αρχών. Καθώς και την αντίφαση που χαρακτηρίζει εν γένει, τα λόγια και τις πράξεις τους. Από τη μια η Ελλάδα γίνεται συχνά αντικείμενο έντονης κριτικής και έκφρασης δημόσιου αποτροπιασμού για τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης και τις πολιτικές που εφαρμόζει. Από την άλλη όμως, όπως εύστοχα μας υπενθυμίζει ο Φωτιάδης στο βιβλίο του, η Ελλάδα δεν κάνει τίποτα άλλο, από το να εφαρμόζει “απλά” τις πολιτικές που της υπαγορεύονται προκειμένου να αναχαιτίσει ή να διαχειριστεί/περιορίσει εντός των συνόρων της, τις μεταναστευτικές ροές και πιέσεις έναντι βέβαια “αδρής χρηματοδότησης”.

Έτσι η Ευρώπη από τη μια κατακρίνει και οδηγεί συχνά δικαίως στην καταδίκη της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από την άλλη επενδύει χρήματα στην Ελλάδα, για την αγορά υπερ-σύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης (για παράδειγμα θερμικές κάμερες στην περιοχή του Έβρου), την ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων στα χερσαία σύνορα με την Τουρκία (επιχείρηση “Ασπίδα”), τη δημιουργία νέων ή και την ανακαίνιση των ήδη υπαρχόντων κέντρων κράτησης. Και επιτρέπει, εν γνώσει της ή/και με την ανοχή της, να λαμβάνουν χώρα παραβιάσεις, όπως μαζικές επαναπροωθήσεις από τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της. 

Όπως σωστά επισημαίνεται στο βιβλίο, φτάνει ακόμα και στο σημείο να παραβιάζει τους όρους που η ίδια έχει θέσει, όπως συνέβη με την κράτηση Σύρων και άλλων μη απελάσιμων προσφύγων, σε κέντρα που υφίστανται και χρηματοδοτούνται αποκλειστικά για την κράτηση των υπό επιστροφή αλλοδαπών. 

Όταν δε, τίθεται από διεθνείς οργανώσεις και φορείς, ενώπιον των ευθυνών της για αυτές τις παραβιάσεις, ή και όταν πιθανώς αντιλαμβάνεται η ίδια το ατόπημα της αυτό, το διορθώνει προβαίνοντας σε μια περαιτέρω διασταλτική ερμηνεία των όρων χρηματοδότησης, παρέχοντας στον εαυτό της επί της ουσίας μεγαλύτερη κάλυψη και νομιμοποίηση. Ο Φωτιάδης ολοκληρώνει το κεφάλαιο που αναφέρεται στην επίσκεψη της Μάλμστρομ με μια απορία: «Αφού η Επίτροπος γνωρίζει ότι πρόκειται για φιάσκο, γιατί συμμετέχει (σε αυτό);». Το ίδιο φυσικά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, για όλα όσα λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.

Έχοντας μας εισαγάγει στο πνεύμα του βιβλίου του, μας μεταφέρει στη συνέχεια από το τοπικό στο κεντρικό. Αν φυσικά θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα νοείται ως χώρος εφαρμογής ή/και πειραματισμού των ευρωπαϊκών αντιμετανατευτικών πολιτικών και η Ιταλία ως ένας από τους βασικούς χώρους χάραξης αυτών.

Έτσι λοιπόν, με αφορμή το τραγικό ναυάγιο ανοιχτά της Λαμπεντούζα, τον Οκτώβριο του 2013, όπου 368 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ερχόμαστε ξανά αντιμέτωποι με αυτό το “φιάσκο” στο οποίο –κατά τη γνώμη μου – όχι μόνο συμμετέχουν, αλλά και στήνουν οι εκπρόσωποι της ΕΕ, γύρω από τα φέρετρα των νεκρών προσφύγων. Για άλλη μια φορά, βλέπουμε την Επίτροπο Malmström να εκφράζει δημόσια τη θλίψη της και την ανησυχία της για όσα συμβαίνουν, διαβεβαιώνοντας μας ότι “ήρθε η στιγμή για την έκφραση πραγματικής αλληλεγγύης από τα κράτη μέλη, πέρα από τις λέξεις”.

Αυτό στην πράξη μεταφράζεται σε περαιτέρω στρατιωτικοποίηση των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης, σε μια σειρά από θαλάσσιες επιχειρήσεις, οι οποίες λαμβάνουν χώρα παράλληλα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, στη δημιουργία ασφαλών δομών για την ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών, καθώς και σε ένα “άνοιγμα” των συνεργασιών της ΕΕ με τρίτες χώρες, όπως ήταν και το πρόγραμμα EUBAM LIBYA και το οποίο είχε ως βασικό στόχο, την εκπαίδευση των χερσαίων και πλωτών δυνάμεων στην μετα-Καντάφι εποχή. 

Σχεδόν αμέσως μετά το ναυάγιο της Λαμπεντούζα και την πανευρωπαϊκή κατακραυγή για τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές που οδηγούν στο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους, μετατρέποντας σε ένα υγρό νεκροταφείο τη Μεσόγειο, η Επίτροπος Μάλμστρομ μας διαβεβαιώνει ότι όλα αυτά θα αλλάξουν, μόλις τεθεί σε εφαρμογή το EUROSUR.

Ένα πανοπτικό σύστημα επιτήρησης των συνόρων δηλαδή, το οποίο θα μεταφέρει σε πραγματικό χρόνο, πληροφορίες και δεδομένα στη Βαρσοβία. Εκεί όπου τον έλεγχο τον έχει η Επιτροπή (στα κεντρικά γραφεία της Φρόντεξ) παρακάμπτοντας όλο και πιο συχνά τον έλεγχο αλλά και τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μαθαίνουμε επίσης, ότι αυτό το εξελιγμένο σύστημα επιτήρησης, θα παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια σε εμας τους ευρωπαίους, αλλά και στους ανθρώπους οι οποίοι διακινδυνεύουν καθημερινά τη ζωή τους για να φτάσουν μέχρι εδώ. Φυσικά για ακόμη μια φορά ψεύδονται, αφού το σύστημα αυτό δεν παρέχει καμιά ασφάλεια ούτε σε εμας, αλλά ούτε και στους πρόσφυγες και μετανάστες. Αυτό που επί της ουσίας θα κάνει, είναι μια ορθολογικότερη κατανομή – σε πραγματικό χρόνο- των διαθέσιμων χρηματοδοτήσεων από τα διάφορα Ευρωπαϊκά Ταμεία, εκεί δηλαδή που υπάρχει άμεση ανάγκη για ενίσχυση της επιτήρησης των συνόρων και παράλληλα θα ελέγχει και θα παρακολουθεί – σε επίσης πραγματικό χρόνο – την εφαρμογή της Σένγκεν στα κράτη-μέλη.

Το τραγικό ναυάγιο της Λαμπεντούζα και η έντονη κριτική που ασκήθηκε στην Ιταλική κυβέρνηση από τους ιταλούς πολίτες, τα κινήματα αλλά και τις οργανώσεις οι οποίες δραστηροποιούνται στον τομέα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οδηγεί την ιταλική κυβέρνηση, να θέσει σε εφαρμογή μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση, τη Mare Nostrum, με τη συμμετοχή του Πολεμικού Ναυτικού της Ιταλίας.

Η επιχείρηση αυτή, κάλυπτε μια τεράστια ακτίνα σε ναυτικά μίλια (ανοιχτά των ακτών της Τυνησίας, της Λιβύης και της Μάλτας) και οδήγησε ασφαλώς στη στεριά περίπου 170.000 ανθρώπους.

Παρόλα αυτά, δεν παύει να είναι μια αμιγώς στρατιωτική επιχείρηση, στην οποία χρησιμοποιούνται drones (μη επανδρωμένα αεροσκάφη) για τον έγκαιρο εντοπισμό των προσφύγων. Όπως δε, αναφέρεται στο βιβλίο, έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 350 ώρες πτήσεων μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Η Mare Nostrum επί της ουσίας δεν ήταν παρά μια μικρογραφία του EUROSUR και το προοίμιο μιας μελλοντικής και πιθανώς επιτυχούς εφαρμογής του.


Στο κουβάρι αυτό της ευρωπαϊκής υποκρισίας αλλά και των πολιτικών παιχνιδιών και πιέσεων που εξελίσσεται μπροστά μας, αλλά και των πιέσεων που ασκούνται για τη διεκδίκηση μεγαλύτερων χρηματοδοτήσεων και πρωταγωνιστικών ρόλων, βλέπουμε το τέλος της επιχείρησης Mare Nostrum, το κόστος της οποίας επιβάρυνε εξ ολοκλήρου τον ιταλικό προϋπολογισμό και τις σκληρές διαπραγματεύσεις των ιταλικών αρχών, προκειμένου να διεκδικήσουν και να λάβουν την έμπρακτη αλληλεγγύη των κρατών-μελών.

Η επιχείρηση Mare Nostrum φεύγει, η επιχείρηση Triton έρχεται. Από τους σκοπούς της οποίας όμως, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στο βιβλίο, απουσιάζει η λέξη “διάσωση”.

Επιβεβαιώνοντας – για ακόμα μια φορά – την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση των εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων. Η Triton, εκτός ότι καλύπτει μια μικρότερη ακτίνα ναυτικών μιλίων (επί της ουσίας λαμβάνει χώρα στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, δηλ εντός των ιταλικών χωρικών υδάτων), έχει και στη διάθεση της λιγότερα και μικρότερα μέσα.

Θα ήθελα να αναφέρω εδώ, ως συνέπεια –κατά τη γνώμη μου – αυτής της ελλιπέστερης ή μικρότερης και με διαφορετικούς σκοπούς θαλάσσιας στρατιωτικής επιχείρησης – το πρόσφατο περιστατικό με το θάνατο δεκάδων ανθρώπων από υποθερμία, αμέσως μετά τη διάσωση τους και ενώ βρίσκονταν εν πλω πάνω σε διασωστικό σκάφος του λιμενικού, κινούμενο προς τις ιταλικές ακτές. Σαν μια παράπλευρη απώλεια αυτής της ευρωπαϊκής επιχείρησης.

Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Φωτιάδης στο βιβλίο του, η Triton κρατάει το αρνητικό, δηλαδή την στρατιωτικοποίηση των συνόρων και αποβάλλει το θετικό, δηλαδή την διάσωση των προσφύγων και των μεταναστών.

Αυτές λοιπόν οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελέγχου και επιτήρησης των συνόρων καθώς και αναχαίτισης των μεταναστευτικών ροών, τίθενται σε εφαρμογή από τη Φρόντεξ. Αυτόν τον σκιώδη ευρωπαϊκό οργανισμό, που όπως προκύπτει έχει αρμοδιότητες και δικαιώματα, αλλά δεν φέρει ουδεμία ευθύνη. Στο κεφάλαιο που αφιερώνεται στη Φρόντεξ, παρουσιάζεται ένα “χρονολόγιο” της εξέλιξης αυτού του οργανισμού.

Στις έντονες κριτικές των κινημάτων και των οργανώσεων που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, απαντάει ξεκαθαρίζοντας ότι την ευθύνη για τυχόν παραβιάσεις στα πλαίσια των Κοινών Επιχειρήσεων, την φέρει η χώρα που φιλοξενεί τις εθνικές αποστολές. Στη διεξοδική έρευνα που πραγματοποιεί ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, προκειμένου να καταγραφούν τυχόν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την εκτέλεση των επιχειρήσεων αυτών, δεν απαντάει καθόλου. 

Όχι μόνο – όπως είδαμε μέχρι τώρα – προβαίνει σε περαιτέρω στρατιωτικοποίηση των συνόρων, αλλά της αναγνωρίζεται και αυξημένος ρόλος στην έρευνα και ανάπτυξη τεχνογνωσίας για τον έλεγχο και την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης. Καθιστώντας της, όπως διαβάζουμε, σημαντικό συνομιλητή των λόμπι της βιομηχανίας ασφάλειας.

Το τελευταίο μέρος του βιβλίο έχει – κατά τη γνώμη μου – ιδιαίτερο ενδιαφέρον και βαρύτητα, γιατί βλέπουμε ότι δεν αρκούν μόνο οι προθέσεις για την στρατιωτικοποίηση των συνόρων και τον έλεγχο αυτών, αλλά χρειάζονται και τα κατάλληλα μέσα για την υλοποίηση τους. Μας παρουσιάζονται λοιπόν, τα στρατιωτικά επιχειρηματικά λόμπι κι ο “χορός” των εκατομμυρίων που στήνεται στο όνομα της δικής μας ασφάλειας αλλά και της ασφάλειας των προσφύγων και μεταναστών.

Ξεκινώντας από τις ισραηλινές εταιρείες, οι οποίες έχουν τεράστια τεχνογνωσία σε πρωτοποριακά συστήματα ασφαλείας και παρακολούθησης. Δεν μας παρουσιάζονται μόνο τα τεράστια ποσά, στα οποία αφορούν όλοι αυτοί οι α λα “Big Brother” εξοπλισμοί, αλλά και οι σκληρές διαπραγματεύσεις της Επιτροπής με τους ισραηλινούς εταίρους της. Μια “λεπτομέρεια”, η οποία δεν θα έπρεπε βέβαια να αποτελεί λεπτομέρεια, αφορά στο γεγονός ότι η Ευρώπη συνάπτει συμφωνίες ή διαπραγματεύεται, ακόμα και με εταιρείες για τις οποίες υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις και καταγγελίες παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δοκιμής των συστημάτων αυτών στη Γάζα, εις βάρος των Παλαιστινίων. Παρόλα αυτά – όπως πολύ εύστοχα καταλήγει ο Φωτιάδης – τα δυο συμβαλλόμενα μέρη (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ισραήλ) αν και καταλήγουν ότι συμφωνούν πως διαφωνούν, προχωρούν στη σύναψη συνεργασιών. 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, της αγοράς και προμήθειας υπερσύγχρονων συστημάτων επιτήρησης των συνόρων, γίνεται μια αναφορά στην προσπάθεια της Ελλάδας να αγοράσει και να χρησιμοποιήσει δοκιμαστικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Καθώς και στην Ιταλία και την Ισπανία, που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, επιθυμώντας κι εκείνες την περαιτέρω θωράκιση των συνόρων τους.

Τέλος, γίνεται μια ενδελεχής αναφορά στο πρόγραμμα Perseus, που ακόμα και για όσους από εμας ασχολούμαστε με τα σύνορα, μέχρι να διαβάσουμε το βιβλίο, αποτελούσε σχεδόν άγνωστη λέξη. 

Πρόκειται για ένα εξελιγμένο πρόγραμμα επιτήρησης των θαλασσίων συνόρων, το οποίο παρουσιάστηκε στα πλαίσια έκθεσης που έλαβε χώρα εντός του χώρου του Υπουργείου Ναυτιλίας στον Πειραιά, με τη συμμετοχή εκπροσώπων από διάφορους χώρους και επιχειρηματικά λόμπι. Στα πλαίσια της παρουσίασης του Perseus, γίνονται δυο δοκιμαστικές ασκήσεις. 

Η μια στην ευρύτερη περιοχή της Ικαρίας, η οποία θεωρείται από τους ειδικούς ως hot spot για την “παράνομη” μετανάστευση. Και μια άλλη, στην περιοχή της Ρόδου προς το Ιόνιο, όπου σύμφωνα με το σενάριο της άσκησης, τα πλοία των λαθροδιακινητών φτάνουν στις ακτές της Ιταλίας. Προσωπικά πιστεύω πάντως, ότι η δεύτερη άσκηση μάλλον δεν ήταν και τόσο επιτυχημένη, αν λάβει κανείς υπόψη του, ότι σύμφωνα με διάφορα δημοσιεύματα που κυκλοφόρησαν στον ιταλικό τύπο, τον τελευταίο χρόνο κατάφεραν να φτάσουν περίπου 17 μεγάλα πλοία στην Ιταλία, τα οποία είχαν αποπλεύσει από την ευρύτερη περιοχή ανοιχτά της Ρόδου.

Θα ήθελα να κλείσω, ελπίζοντας να κατάφερα να παρουσιάσω επαρκώς το βιβλίο του Αποστόλη Φωτιάδη, αλλά κυρίως χωρίς να αδικήσω την υπέροχη δουλειά του, με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του. Το οποίο περιγράφει τόσο το έλλειμμα γνώσης που τυχόν υπάρχει, τις λεπτομέρειες που κρύβονται πίσω από τα συμβάντα τα οποία λαμβάνουν χώρα μπροστά στα μάτια μας αλλά ενίοτε είναι τόσο μεγάλα που μας ξεπερνούν ή/και αποπροσανατολίζουν. Αλλά και την ανάγκη για περαιτέρω συζήτηση, ανάλυση και αντίδραση σε αυτά που έχουν δρομολογηθεί για εμάς χωρίς εμας. Που είναι άλλωστε κι ο βασικός λόγος συγγραφής αυτού του βιβλίου αλλά και παρουσίασης του απόψε εδώ.

«Εν τω μεταξύ, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αφήνουν τον χρόνο να χαθεί. Εάν δεν μπορέσουν έστω και τώρα να μπούνε στη συζήτηση, στην οποία κανείς δεν φρόντισε να τις καλέσει, τότε η επιρροή της νέας αρχιτεκτονικής ελέγχου στο κράτος δικαίου, στις προτεραιότητες της μεταναστευτικής πολιτικής και στις μεταρρυθμίσεις στην πολιτική αεροπλοΐα, ακόμα και στην ευρωπαϊκή πολιτική για τη μεταναστευτική έρευνα, θα κριθεί εν τη απουσία τους, παραδομένη ολοκληρωτικά στα οργανωμένα κορπορατιστικά συμφέροντα».