25 Ιαν 2024

Καθυστερημένη δικαίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο 10 οροθετικών γυναικών για την διαπόμπευση και το στιγματισμό που υπέστησαν το Μάϊο του 2012

Print this post
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Aθήνα, 25 Ιανουαρίου 2024

Με την απόφαση O.G. and Others v. Greece (προσφυγές νο. 71555/12 και 48256/13) της 23/1/2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) καταδίκασε απερίφραστα την Ελλάδα για παραβιάσεις του άρθρου 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ως προς την αναγκαστική υποβολή σε αιμοληψία και ανίχνευση του ιού HIV στο πλαίσιο αστυνομικών επιχειρήσεων, καθώς και δημοσιοποίηση φωτογραφιών και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, δικαιώνοντας, 12 χρόνια μετά, τα εκατοντάδες θύματα των παραβιάσεων αυτών, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, στο πρόσωπο τεσσάρων από αυτές.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης, κρίνοντας εντελώς παράνομη την αναγκαστική υποβολή σε αιμοληψία και ανίχνευση του ιού HIV στο πλαίσιο αστυνομικών επιχειρήσεων, δεδομένου του ότι, «[..]στην προκειμένη περίπτωση, καμία από τις διατάξεις που επικαλείται η Κυβέρνηση δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει μια ιατρική διαδικασία που διενεργείται από αστυνομικούς ή γιατρούς του ΚΕΕΛΠΝΟ, όπως αυτή που διενεργήθηκε στις προσφεύγουσες. [παρ. 120]. Το Δικαστήριο είναι επομένως της γνώμης ότι η επέμβαση αυτή δεν "προβλεπόταν από το νόμο" κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης [παρ. 121].»

Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης ως προς σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, η οποία προκλήθηκε από την εισαγγελική διάταξη για την δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, και δη της ταυτότητας, των φωτογραφιών και της κατάστασης της υγείας των θυμάτων. Η Διάταξη δεν ήταν επαρκώς δικαιολογημένη υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους, επικαλούμενους νόμιμους σκοπούς, ήτοι την «προστασία της δημόσιας υγείας». Δεν ήταν δηλαδή, "αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία" για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού, τον οποίον επικαλέστηκε η εθνική δικαστική αρχή στην επίμαχη Εισαγγελική Διάταξη για τη δικαιολόγησή της, η οποία δεν ήταν συναφής ούτε επαρκής ούτε ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο αρμόδιος Εισαγγελέας «[..]περιορίστηκε να διατάξει τη δημοσίευση των εν λόγω δεδομένων χωρίς να εξετάσει κατά πόσον θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα, στην προκειμένη περίπτωση για να διασφαλιστεί ότι οι προσφεύγουσες θα ήταν λιγότερο εκτεθειμένες, [..] την ιδιαίτερη κατάσταση καθεμιάς από τις προσφεύγουσες ή να εκτιμήσει τις συνέπειες που η δημοσίευση αυτή θα μπορούσε να έχει σε αυτές [παρ. 155]». Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «[..]εάν οι εγχώριες αρχές επεδίωκαν να προστατεύσουν τη δημόσια υγεία και, ειδικότερα, την υγεία των ατόμων που είχαν, σε οποιαδήποτε στιγμή, σχέσεις με τις προσφεύγουσες, δεν υπάρχει τίποτα που να υποδεικνύει ότι το προαναφερθέν μέτρο (σημ. η δημοσίευση μιας γενικής ανακοίνωσης περί σύλληψης οροθετικών) δεν θα είχε επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό, ενώ θα είχε λιγότερες επιπτώσεις στην ιδιωτική ζωή των ενδιαφερομένων [παρ. 156]. Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν ακόμη περισσότερο στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που διαδόθηκαν αφορούσαν την οροθετική κατάσταση των προσφευγουσών, η αποκάλυψη της οποίας θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες για την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή τους και την κοινωνική και επαγγελματική τους κατάσταση, εκθέτοντάς τες σε στιγματισμό και κίνδυνο αποκλεισμού [παρ. 157]». Το Δικαστήριο έλαβε, δε, υπ’ όψιν ότι, οι αρχές που διατυπώνονταν στη σχετική απόφαση του Υπουργού Υγείας δεν δικαιολογούσαν εξαίρεση από τον κανόνα του απορρήτου, όσον αφορά τις ιατρικές εξετάσεις, ενώ επισημαίνει ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν νομίμως να ακουστούν από τον Εισαγγελέα πριν αυτός αποφανθεί σχετικά με τη δημοσιοποίηση των δεδομένων τους, ούτε μπορούσαν, αφού είχε εκδοθεί η διάταξη, να ασκήσουν έφεση κατά αυτής, με σκοπό την επανεξέτασή της από τον εισαγγελέα στο Εφετείο. Ένα τέτοιο ένδικο μέσο δεν εισήχθη στο εσωτερικό δίκαιο παρά μόνο μετά τα γεγονότα που προκάλεσαν τις παρούσες προσφυγές. Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης, ότι η απόφαση του εισαγγελέα να δημοσιεύσει τα ευαίσθητα αυτά δεδομένα που αφορούσαν τις προσφεύγουσες, επικρίθηκε από πολλές εγχώριες ενώσεις και οργανώσεις, μεταξύ των οποίων ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών και η Εθνική Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οποίες τόνισαν ότι η δημοσίευση αυτή ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα και τις αρχές του ιατρικού απορρήτου και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής [παρ. 157].

Η απόφαση του ΕΔΔΑ O.G. and Others v. Greece αναδεικνύει το έλλειμμα του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, καθώς καταδικάζει, στην ουσία, τις παράνομες και απάνθρωπες πρακτικές που λάμβαναν χώρα για μήνες από τα τέλη Απριλίου 2012 και εφαρμόστηκαν σε βάρος εκατοντάδων γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ προσώπων, περιλάμβαναν, δε, τις μαζικές προσαγωγές και εξαναγκασμό υποβολής σε αιμοληψία και ανίχνευση του ιού HIV στο πλαίσιο αστυνομικών επιχειρήσεων, την απαγγελία βαρύτατων και νομικά παντελώς αβάσιμων ποινικών κατηγοριών και την δημοσιοποίηση φωτογραφιών και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων 29 εξ αυτών.

Οι πρωτοφανείς αυτές «επιχειρήσεις» ενορχηστρώθηκαν ως ένα συστημικό σχέδιο επιβολής της τάξης, επί τη βάσει της Υγειονομικής Διάταξης 39Α/2.4.2012 – «Διάταξης Λοβέρδου» και διενεργήθηκαν για λόγους εξυπηρέτησης δημαγωγικών και προεκλογικών σκοπιμοτήτων, «στο όνομα» της «προάσπισης της δημόσιας υγείας» (ποιος δεν θυμάται την επίκληση της «υγειονομικής βόμβας») από τους τότε Υπουργούς Υγείας και Δημόσιας Τάξης, Λοβέρδο και Χρυσοχοΐδη. Εφαρμόσθηκαν δε από τη Διοίκηση και γιατρούς του ΚΕΕΛΠΝΟ, από αστυνομικούς αλλά και από λειτουργούς της Δικαιοσύνης που διέταξαν την κατάφωρα δυσανάλογη δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, ενώ παρέπεμψαν και προφυλάκισαν δεκάδες γυναίκες με έωλα κατηγορητήρια, τα οποία κατέπεσαν στα ακροατήρια με την πανηγυρική αθώωση όλων των κατηγορουμένων. Η ανθρωποφαγική, δε, προσέγγιση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ΜΜΕ της εποχής, ολοκληρώνει τη δυστοπική συνθήκη που αντιμετώπισαν τα θύματα και αποτελεί καταγραφή ελλείματος δημοκρατίας στη χώρα μας.

Είναι μια σημαντική απόφαση που καταδικάζει τη βαρβαρότητα και δικαιώνει, έστω και καθυστερημένα τα θύματα που συνεχίζουν τη ζωή τους αλλά και τη μνήμη των γυναικών, δυστυχώς των περισσοτέρων, που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν.

Ωστόσο, παρότι όλες αθωώθηκαν πανηγυρικά από τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια, καθώς δεν προέκυψε ουδόλως ότι οι κατηγορούμενες εκδίδονταν, ουδόλως ότι ερχόντουσαν σε σαρκική επαφή χωρίς χρήση προφυλακτικού με άλλα άτομα, με σκοπό μάλιστα να μεταδώσουν τον ιό, ενώ δεν γνώριζαν την οροθετικότητά τους, ενώ και με την απόφαση του ΕΔΔΑ επικυρώνονται οι σοβαρές σε βάρος τους παραβιάσεις, κανένας εκ των υπαιτίων αυτών των παραβιάσεων δεν τιμωρήθηκε. Επισημαίνουμε ότι η μήνυση που κατατέθηκε στις 30/7/2012 από 5 προσφεύγουσες και 4 οργανώσεις και συλλογικότητες κατά των υπευθύνων φυσικών και ηθικών αυτουργών των βαρύτατων αυτών παραβιάσεων, τέθηκε στο αρχείο από την Εισαγγελία Αθηνών.

Γιατί μπορεί στο πρόσωπο των προσφευγουσών να δικαιώνεται και η μνήμη πολλών που δεν άντεξαν τα προβλήματα, την κακουχία, το στίγμα και τον αποκλεισμό που επιτάθηκε μετά την δημοσιοποίηση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων τους και να δικαιώνονται και τα εκατοντάδες θύματα που υπέστησαν αυθαίρετη, παράνομη και απάνθρωπη μεταχείριση στο πλαίσιο αντίστοιχων «επιχειρήσεων», οι οποίες συνεχίστηκαν για πολλούς μήνες μετά, ωστόσο, η αποκατάσταση του τραύματος και η συνέχιση της ζωής τους μετά από αυτήν την εμπειρία είναι ένα δύσκολο στοίχημα γιατί δεν έχει αποκατασταθεί η σε βάρος τους αδικία, καθώς οι υπαίτιοι παραμένουν ατιμώρητοι. Και η ατιμωρησία είναι πλήγμα για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία μας.

Η δε διαφύλαξη της τεράστιας αξίας του εννόμου αγαθού της δημόσιας υγείας όχι απλώς δεν επετεύχθη, αλλά επλήγη σοβαρότατα, καθώς η όλη διαχείριση της υπόθεσης από το σύνολο των θεσμών στη χώρα είχε ως αποτέλεσμα την πρακτική και ψυχική απομάκρυνση χιλιάδων πολιτών από το σύστημα υγείας που σκοπό τους πρέπει να έχουν την πρόληψη και θεραπεία με όρους ενημερωμένης συναίνεσης των ασθενών, τήρησης των ενδεδειγμένων σε κάθε περίπτωση υγειονομικών πρωτοκόλλων, εγκαθίδρυσης σχέσεως εμπιστοσύνης ιατρού-ασθενούς και απαρέγκλιτης τήρησης του ιατρικού απορρήτου.

Η υπόθεση αυτή αφήνει, παρά ταύτα και ένα άλλο αποτύπωμα: το αποτύπωμα της αλληλεγγύης και της αναζήτησης δικαιοσύνης απέναντι σε πράξεις κρατικής αυθαιρεσίας. Ήταν σημαντικό και κρίσιμο εν προκειμένω ότι όλες οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ελλάδα, αλλά και πολλοί δημόσιοι φορείς κατήγγειλαν τις ως άνω παραβιάσεις και πλαισίωσαν τα θύματα, προκειμένου να αντέξουν αυτόν τον καφκικό εφιάλτη. Και πολλές άντεξαν και συνεχίζουν, δικαιωμένες σε έναν τουλάχιστον βαθμό.

Οι δικηγόροι - μέλη της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών εκφράζουμε και σήμερα τις ευχαριστίες για τη συνεργασία και τη στήριξη, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των χρόνων, στην Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης Διωκόμενων Οροθετικών Γυναικών, και στις οργανώσεις Act Up Δράσε Hellas, Θετική Φωνή, Κέντρο Ζωής και PRAKSIS, οργανώσεις και συλλογικότητες που υπέγραψαν μαζί με τις προσφεύγουσες και τη μήνυση, καθώς και στους φορείς απεξάρτησης 18 ΑΝΩ, ΚΕΘΕΑ και ΟΚΑΝΑ, που κατάγγειλαν από την πρώτη στιγμή παραβιάσεις δικαιωμάτων που στόχευαν κυρίως πρόσωπα εξαρτημένα στη χρήση ουσιών και κατεξοχήν ευάλωτα.

Τέλος, δεν μπορούμε παρά να αφιερώσουμε όλες τις προσπάθειες των μελών της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών, των οργανώσεων και συλλογικοτήτων που συνυπογράφουν την παρούσα, καθώς και όλων των προσώπων και φορέων που υποστήριξαν τις προσφεύγουσες στον αγώνα για τη δικαίωσή τους, στη μνήμη των γυναικών που έφυγαν από τη ζωή στη μακρόχρονη αυτή διαδικασία.


ΟΜΑΔΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΩΝ ΟΡΟΘΕΤΙΚΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ACT UP – ΔΡΑΣΕ HELLAS

ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

PRAKSIS


Κατεβάστε την ανακοίνωση εδώ.